ημιθνής

ημιθνής
ἡμιθνής, ὁ (Α)
1. ημιθανής
2. (ως επίθ. για τον ύπνο) αυτός που οδηγεί σε πλήρη αναισθησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + -θνης (< θνήσκω), πρβλ. λιμο-θνής, χειμο-θνής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἡμιθνής — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιθνῆσι — ἡμιθνής masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιθνῆτα — ἡμιθνής masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιθνῆτας — ἡμιθνής masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιθνῆτες — ἡμιθνής masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιθνῆτι — ἡμιθνής masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιθνῆτος — ἡμιθνής masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • HEROES — dicti sunt a veteribus viri nobiles, et illustres, qui mortales cum esent, rerum tamen a se gestarum magnitudine, quam proxime ad Deos immortales accessêrunt, eamque apud vulgus opinionem emeruêrunt, ut post mortem in Deorum numerum crdantur… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”